-
1 δι-ΐημι
δι-ΐημι (s. ἵημι), 1) durchschicken, durchlassen; τὸ στράτευμα διὰ τῆς χώρας Xen. Hell. 2, 4, 28; vgl. An. 5, 4, 2, wo διήσοιεν richtigere Lesart für διοίσοιεν ist, d. i. den Durchgang gestatten, wie Dem. 18, 146; Pol. 22, 26, 2; ξίφος λαιμῶν διῆκε, stieß hindurch, Eur. Phoen. 1099; in tmesi, διὰ δ' ἧκε σιδήρου, schoß hindurch, Od. 21, 328. 24, 177. Uebertr., τοῦ στόματος φόνους, d. i. erwähnen, Soph. O. C. 963. – 2) auseinander gehen lassen; στράτευμα Xen. Hell. 3, 2, 29, u. öfter; διειμένος, entlassen, fortgeschickt, Plut. Demetr. 39; dah. = erweichen, zerlassen in, ὄξει Ar. Pl. 720; τρῖμμ' εὐρύϑμως διειμένον ὄξει Alexis Ath. IV, 170 c; ἐλαίῳ Arist. H. A. 8, 3, wie ἐλαδίῳ διείς Sotad. Ath. VII, 293 (v. 27); oft bei Aerzten; vgl. Phryn. p. 27 u. Lob. dazu.
-
2 διιημι
1) распускать (по домам)(τὸ στράτευμα Xen. - ср. 4)
2) отпускать, выпускать, освобождатьδιειμένος ἀπηγγέλλετο Plut. — было объявлено, что он освобожден;
δ. τοῦ στόματός τι Soph. — упоминать о чем-л.3) распускать, растворять (med. φάρμακον ὄξει Arph.; λιβανωτὸν ἐλαίῳ Arst.)4) разрешать пройти, пропускать(τὸ στράτευμα διὰ τῆς χώρας Xen., Polyb. - ср. 1)
5) впускать(τινὰ εἰς τέν Ἀττικήν Arst.)
6) всаживать, вонзать(ξίφος λαιμῶν Eur.)
διὰ δ΄ ἧκε σιδήρου (sc. ὀϊστόν) Hom. — (Одиссей) пустил стрелу сквозь железные кольца7) открывать, раскрывать, разжимать(τοὺς ὀδόντας Diod.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek